- ζυμαρικό(ν)
- το мучное изделие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζυμαρικό — το [ζυμάρι] 1. κάθε παρασκεύασμα από σιτάλευρο χωρίς προσθήκη ζύμης, που ξηραίνεται στον αέρα ή σε ειδικούς θαλάμους 2. (κυρίως στον πληθ.) τα ζυμαρικά όλα τα παρασκευάσματα από άμυλο, όπως είναι τα μακαρόνια, ο φιδές, η μανέστρα κ.λπ., οι πάστες … Dictionary of Greek
ζυμαρικό — το ό,τι γίνεται από αλεύρι χωρίς προσθήκη ζύμης (μακαρόνια): Κάθε μέρα τρώμε ζυμαρικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιδές — ο πληθ. έδες (λ. λατ.) 1. πολύ λεπτό ζυμαρικό. 2. η σούπα που γίνεται από αυτό το ζυμαρικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαλφιτώ — ἐπαλφιτῶ, όω (Α) ρίχνω άλφιτα* στο κρασί («Σέλευκος έπηλφίτωσε», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *αλφιτώ (< άλφιτον «αλεύρι, ζυμαρικό») τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. διαλφιτώ)] … Dictionary of Greek
μαζίσκη — μαζίσκη, ἡ (ΑM) [μᾱζα] μσν. μικρή μάζα, μικρός σβώλος αρχ. μικρό ζυμαρικό από κριθαρένιο αλεύρι … Dictionary of Greek
μακαρόνι — το 1. συν. στον πληθ. τα μακαρόνια ζυμαρικό σχήματος σωληνίσκου που παρασκευάζεται από σταρένιο αλεύρι, νερό και αλάτι 2. χαρακτηρισμός για επίμηκες πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. macaroni < λατ. *maccare «κόβω». Κατ άλλους, < μακαρία… … Dictionary of Greek
πάστα — η 1. οποιουδήποτε είδους ζυμαρικό 2. είδος γλυκίσματος το οποίο περιέχει κυρίως ζύμη, ζάχαρη, βούτυρο και αβγά 3. κάθε πολτός που προέρχεται από ανάμιξη διαφόρων υλικών 4. μτφ. η φύση, ο χαρακτήρας, το ποιόν ενός ατόμου («είναι φτειαγμένοι από… … Dictionary of Greek
φιδές — ο, Ν λεπτό νηματώδες ζυμαρικό για την παρασκευή σούπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fides / fidis «χορδή μουσικού οργάνου»] … Dictionary of Greek